ἐδεῖτο

ἐδεῖτο
δέομαι
lack
imperf ind mp 3rd sg (attic epic)
δέω 1
bind
imperf ind mp 3rd sg (attic epic)
δέω 2
lack
imperf ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐδεῖθ' — ἐδεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτο , δέω 1 bind imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτε , δέω 1 bind imperf ind act 2nd pl (attic epic) ἐδεῖτο , δέω 2 lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτε , δέω 2 lack imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεῖτ' — ἐδεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτο , δέω 1 bind imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτε , δέω 1 bind imperf ind act 2nd pl (attic epic) ἐδεῖτο , δέω 2 lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐδεῖτε , δέω 2 lack imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …   Dictionary of Greek

  • εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”